νώμος

νώμος
ο плечо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νώμος" в других словарях:

  • νώμος — ο ο ώμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από συνεκφορά τού ν τού άρθρου με το ουσ. ώμος: τού ώμο > νώμος (πρβλ. τον οικοκύρη > νοικοκύρης)] …   Dictionary of Greek

  • Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités …   Wikipédia en Français

  • νωμίτης — ο [νώμος] 1. το μέρος τού ενδύματος που βρίσκεται στον ώμο ή γύρω από αυτόν 2. κομμάτι χοντρού υφάσματος το οποίο τοποθετούν οι αχθοφόροι στον ώμο προκειμένου να σηκώσουν βάρος πάνω σε αυτόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»